ἐπιχείρημα

ἐπιχείρημα
ἐπιχείρ-ημα, ατος, τό,
A undertaking, attempt, esp. of a military enterprise, Th.7.47, X.HG1.2.6, Isoc.2.8, etc.;

μανικὸν ἐ. ἐπιχειρεῖν Pl. Alc.1.113c

;

πολλὴ μωρία καὶ τοῦ ἐ. Id.Prt.317a

.
2 base of operations against,

κατὰ Κύπρου App.Syr.52

.
II in the Logic of Arist., attempted, i.e. dialectical proof, opp. a demonstrative syllogism ([etym.] φιλοσόφημα), Top.162a16, etc.: so in Rhet., [Cic.]ad Herenn.2.2.2, D.H. Din.6, Is.16, Demetr.Lac.1055.18 F, Hermog.Inv.3.4, Gal.5.221, etc.; περὶ -ημάτων, title of work by Minucianus.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπιχείρημα — undertaking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιχείρημα — Σύντομος συλλογισμός που αποτελείται από δύο ή περισσότερες προτάσεις και ένα συμπέρασμα. Οι προτάσεις ενός ε. πρέπει να τεκμηριώνουν την εξαγωγή του συμπεράσματος. Έτσι, είναι ανάγκη να τηρούνται δύο συνθήκες: κατ’ αρχάς, οι προτάσεις να είναι… …   Dictionary of Greek

  • επιχείρημα — το, ατος 1. απόπειρα, τόλμημα. 2. συλλογισμός με τον οποίο επιχειρεί κανείς να αποδείξει κάτι ως αληθινό ή ψεύτικο: Δεν έχει επιχειρήματα. 3. (λογ.), απλός συλλογισμός στον οποίο η μια από τις δύο προκείμενες ή και οι δύο έχουν προσαρτημένη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιχειρημάτων — ἐπιχείρημα undertaking neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρήμασι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρήμασιν — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρήματα — ἐπιχείρημα undertaking neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρήματι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρήματος — ἐπιχείρημα undertaking neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

  • αντεπιχείρημα — το επιχείρημα που προβάλλεται για να καταρρίψει άλλο επιχείρημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”